προυσέληνος

προυσέληνος
-ον, Α
βλ. προσέληνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσέληνος — ον, ΜΑ, και προυσέληνος Α μσν. φρ. «προσέληνοι ἡμέραι» οι τρεις ημέρες πριν από την εμφάνιση τής νέας σελήνης αρχ. 1. (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη 2. υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σέληνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”